Κοιμούμεθα αδελφοί μου, επάνω σε ένα ηφαίστειο! Να ξυπνήσουμε πριν να είναι αργά…
Διάβασα κάποτε γιὰ ἕναν ποὺ πῆγε πάνω σ᾿ ἕνα βουνό. Τὸ βουνὸ ἦταν ὁ Βεζούβιος κ᾿ ἦταν οἱ παραμονὲς τῆς ἐκρήξεως τοῦ ἡφαιστείου. Πῆγε λοιπὸν καὶ κάθησε πάνω στὸ Βεζούβιο. Ἐδῶ, λέει, ὡραῖα εἶνε· χορταράκι ἄφθονο, δέντρα μὲ ὡραία σκιά… ῎
Eβγαλε τὴν κάππα του, ξάπλωσε κάτω, καὶ πῆρε ἕναν θαυμάσιο ὕπνο. Ῥοχάλιζε ἐπάνω στὸ χορταράκι. Ἀπὸ κάτω ὅμως τί ἤτανε; Δούλευε ὁ Βεζούβιος. Ποιός θὰ τοῦ τὸ ἔλεγε; Ἀπὸ κάτω ἤτανε κρατήρας. Σὲ λίγα λεπτά, ἐνῶ αὐτὸς κοιμόταν καὶ ῥοχάλιζε, ἄνοιξε ὁ κρατήρας, τὸν πέταξε καὶ ἡ λάβα τὸν ἔκανε κάρβουνο.
Kοιμούμεθα, ἀδέρφια μου! Κοιμούμεθα ἐπιμενίδειον ὕπνον…
Ἀπόσπασμα aπο το βιβλίο τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
«ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΣΤΟΥΣ ΕΣΧΑΤΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ», ἐκδοση Γ ἐπηυξημένη, 2015, σελ. σελ. 139