«Εγώ είμαι η οδός και η αλήθεια και η ζωή, κανείς δεν έρχεται προς τον Πατέρα παρά δι’ εμού»

Ο άνθρωπος αναζητούσε πάντοτε την υπερβατική πραγματικότητα, με σκοπό να βρει απάντηση στα μεγάλα προβλήματα που αναφέρονται στο μυστήριο του κόσμου και της ανθρώπινης ύπαρξης. Αναζητούσε την «αλήθεια».

Όμως το θέμα αυτό δεν τίθεται πάντοτε με τον ίδιο τρόπο. Έτσι και οι απαντήσεις που δίδονται και οι συνέπειές τους για τη ζωή του ανθρώπου είναι κάθε φορά διαφορετικές. Χαρακτηριστική είναι σ’ αυτό το σημείο η περίπτωση του Ποντίου Πιλάτου: Ρώτησε τον Χριστό αν ήταν βασιλιάς και ο Κύριος του απάντησε: «Γι’ αυτό γεννήθηκα και γι’ αυτό ήλθα στον κόσμο, για να μαρτυρήσω την αλήθεια. Όποιος είναι από την αλήθεια, ακούει τη φωνή μου» (Ιω. ι-η’ 37). Τότε ο Πιλάτος τον ρώτησε: «Τι είναι αλήθεια;» (Ιω. ιη’ 38).

Κατά την αντίληψη του Πιλάτου η αλήθεια πρέπει να είναι κάποια ιδέα, κάποια έννοια και έτσι μπορούμε να ερωτήσουμε: «τι είναι αλήθεια». Σ’ αυτήν ακριβώς τη βάση εκινούντο και οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι· ζητούσαν την αλήθεια του «τι»! Δεν είναι όμως ο δρόμος αυτός η προσφορά της Εκκλησίας. Γιατί, σύμφωνα με τη χριστιανική πίστη, η αλήθεια δεν είναι «κάτι», αλλά «κάποιος».

α) Η αλήθεια του «ποιος»

Κατά τη χριστιανική αντίληψη η αλήθεια είναι πρόσωπο, όχι «πράγμα». Ο Πιλάτος δεν έθεσε σ’ αυτή τη βάση το θέμα και δεν πήρε απάντηση στο ερώτημά του· ίσως και να μην περίμενε καμμιά απάντηση!

Αλλά ο Χριστός σε άλλη περίπτωση είπε στους μαθητές του πως μεταβαίνει στον Πατέρα και θα ξανάρθει να τους παραλάβει, για να τους οδηγήσει εκεί, και να είναι πλέον όλοι μαζί Του. «Γνωρίζετε πού πηγαίνω», τους είπε, και γνωρίζετε και το δρόμο» (Ιω. ιδ’ 3-4). Τότε του λέει ο Θωμάς; «Κύριε, δεν ξέρουμε πού πηγαίνεις και πώς μπορούμε να ξέρουμε το δρόμο;»· λέει ο’ αυτόν ο Χριστός: «Εγώ είμαι η οδός και η αλήθεια και η ζωή, κανείς δεν έρχεται προς τον Πατέρα παρά δι’ εμού. Εάν με γνωρίζατε, θα γνωρίζατε και τον Πατέρα μου. Από τώρα τον γνωρίζετε και τον έχετε δει» (Ιωαν. ιδ’ 4-8).

Τότε του λέει ο Φίλιππος: «Κύριε, δείξε μας τον Πατέρα και μας αρκεί». Του απαντάει ο Χριστός: «Τόσο χρόνο είμαι μαζί σας και δεν με γνώρισες, Φίλιππε; όποιος με έχει δει, είδε τον Πατέρα· και πώς λες εσύ, δείξε μας τον Πατέρα;» (Ιω. ιδ’ 8-9).

Η απάντηση αυτή του Χριστού αποδεικνύει, πώς πρέπει να διατυπωθεί η ορθή ερώτηση για την αλήθεια: «Ποιος είναι η αλήθεια;». Με άλλα λόγια η αλήθεια και η γνώση της αλήθειας δεν αποτελεί υπόθεση της διάνοιας του ανθρώπου και νοησιαρχική διαδικασία, αλλά κοινωνία μεταξύ προσώπων.

Στο πρόσωπο του Χριστού ο άνθρωπος βρίσκει το «δρόμο», για να «γνωρίσει την αλήθεια, δηλαδή να έλθει σε κοινωνία μετά του Θεανθρώπου, η οποία είναι ταυτόχρονα και κοινωνία με τον Πατέρα, που είναι αιώνια ζωή:

Η αλήθεια του «ποιος» είναι ο ένσαρκος Λόγος (Ιω. α’ 14) που πρέπει να «γνωρίσουμε», για να έχουμε ζωή (Ιω. στ’ 47, ι’ 27-28, Α’ Ιω. ε’ 13). Μόνο ο Χριστός μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο στον ουράνιο Πατέρα, για να τον κάνει μέτοχο της ζωής (Λουκ. ι’ 22, Ιω. α’ 12, ιδ’ 6)· η χάρις και η Αλήθεια ήλθαν διά Ιησού Χριστού» (Ιω. α’ 17).

Αυτή η τοποθέτηση της αγίας Γραφής αποδεικνύει τη διαφορά ανάμεσα στη χριστιανική και στη διανοητική αναζήτηση της αλήθειας. Όταν ο άνθρωπος προσπαθήσει να γνωρίσει διανοητικά την αλήθεια, στηριζόμενος μόνο στη δύναμη του νου, οδηγείται στο ίδιο λάθος της επιστήμης με την αιτιοκρατία της και του πανθεϊσμού με την ταύτιση του Θεού και του κόσμου· στην αναζήτηση της αλήθειας του «τι». Αντίθετα ο χριστιανός ενδιαφέρεται για την αλήθεια του «ποιος», η οποία όμως γνωρίζεται μόνο με την «κοινωνία», που είναι δώρο της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος.

β) Σωτήρια Αλήθεια

Η διάκριση ανάμεσα στην αλήθεια του «τι» και στην αλήθεια του «ποιος» είναι βασική, γιατί εδώ δεν πρόκειται για θεωρητική έννοια αλλά για το μυστήριο της σωτηρίας του ανθρώπου.
Η αλήθεια των φιλοσόφων, δηλαδή η αλήθεια του «τι», δεν σώζει τον άνθρωπο, γιατί ο «θεός» των φιλοσόφων είναι απρόσωπος και επομένως δεν έρχεται σε προσωπική κοινωνία με τον άνθρωπο. Το ίδιο συμβαίνει και με το θεό των Ινδουιστών. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η αίρεση είναι τραγική πραγματικότητα.

Σ’ αυτό το σημείο η αγία Γραφή προειδοποιεί: «υπήρξαν και ψευδοπροφήται μεταξύ του λαού, όπως και μεταξύ σας θα υπάρξουν ψευδοδιδάσκαλοι, που θα εισαγάγουν αιρέσεις απωλείας, αρνούμενοι και τον Κύριον που τους αγόρασε κι έτσι προκαλούν ταχεία απώλεια» (Β’ Πέτρ. β’ 1).

Οι «αιρέσεις απωλείας» Αναφέρονται στα δόγματα της πίστης· γι’ αυτό και η Εκκλησία αγωνίσθηκε και αγωνίζεται εναντίον των αιρέσεων, που θέτουν σε κίνδυνο τη σωτηρία.

Η δογματική αλήθεια της Εκκλησίας διακηρύττει τη δυνατότητα της σωτηρίας και ταυτόχρονα την εξασφαλίζει. Πώς θα ήταν επί παραδείγματι δυνατή η σωτηρία, δηλαδή η πραγματική Θεο-κοινωνία, που διατηρεί το δικό μας «εγώ» και το «Συ» του Θεού, αν αντικαθιστούσαμε την πίστη στον προσωπικό Θεό με την πίστη των φιλοσόφων σε ένα απρόσωπο «υπέρτατο όν» ή και με την ινδουιστική αντίληψη για μια παγκόσμια απρόσωπη δύναμη ή «συνειδητότητα»;

Με την πίστη στην αλήθεια του «ποιος» η Εκκλησία, στο αιώνιο ερώτημα του ανθρώπου δίνει απάντηση ικανή να τον απαλλάξει από αδιέξοδα και να τον οδηγήσει στο βαθύτερο νόημα της ζωής. Το τελευταίο στάδιο της Θείας αποκάλυψης πραγματώθηκε στο πρόσωπο του Χριστού και έτσι ο άνθρωπος «εν Χριστώ» μπορεί πλέον να «γνωρίζει» την αλήθεια (Ιω. α’ 17).

γ) Αλήθεια και ζωή

Η χάρη του Θεού δεν εξαναγκάζει κανένα και ο Θεός δεν αποκαλύπτεται εκεί που η παρουσία Του δεν είναι επιθυμητή. Η χάρη Του δεν δίδεται σ’ όποιον την απορρίπτει, σ’ εκείνον που ακολουθεί δόγματα και «Τεχνικές» αυτοσωτηρίας· η χάρη συμβαδίζει με την αλήθεια· δεν υπάρχει εκεί που η αλήθεια απορρίπτεται!

Η αγία Γραφή και η Εκκλησία δεν κάνει λόγο για κανένα «αδογμάτιστο χριστιανισμό». Κάτι τέτοιο θα απογύμνωνε την ηθική ζωή, το χριστιανικό φρόνημα από τις «ρίζες» του, που είναι τα δόγματα της πίστης μας και θα οδηγούσε τον άνθρωπο σε σύγχυση και αβεβαιότητα.

Από το άλλο μέρος τον άνθρωπο δεν τον σώζει η διανοητική παραδοχή των δογμάτων της σωτηρίας· η δογματική αλήθεια πρέπει να επιβεβαιώνεται με την καθημερινή ζωή: «και θα καταδικάσει (ο Κύριος) εκείνους που δεν γνωρίζουν τον Θεόν και δεν υπακούουν στο Ευαγγέλιο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού» (Β’ Θεσ. α’ 8, Παράβλ. Ματθ. ε’ 19, ζ’ 24, Ιακ. β’ 26).

Τα σωτήρια λοιπόν δόγματα της Εκκλησίας δεν είναι καρπός διανοητικής ενασχόλησης, αλλά Θείας αποκάλυψης, σε αναφορά με την καθημερινή ζωή του πιστού. Γι’ αυτό και η χριστιανική πίστη δεν μπορεί να ιδεολογικοποιηθεί· είναι κοινωνία και ζωή. Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν τόνιζαν απλώς την σύνδεση αυτών των δύο, αλλά και τον κίνδυνο των αιρέσεων:

«Εμείς όμως, σας παρακαλώ, δεν πρέπει να τους ανεχόμαστε, αλλά να τους κλείνουμε τ’ αυτιά μας και να πιστεύουμε στην αγία Γραφή. Όταν λοιπόν ακολουθήσουμε πιστά, όσα είπαμε, πρέπει να φροντίσουμε να αποθηκεύουμε στις ψυχές μας τα υγιή δόγματα και μαζί μ’ αυτά να επιδεικνύουμε και ακρίβεια ζωής, ώστε και η ζωή μας να επιβεβαιώνει τα δόγματα, και τα δόγματα να αποδεικνύουν πιο αξιόπιστη τη ζωή μας. Γιατί ούτε αν υπάρχει σε μας η ορθή διδασκαλία, αδιαφορούμε όμως για τη ζωή, θα έχουμε κανένα όφελος, ούτε κι όταν έχουμε ενάρετη ζωή, θα μπορέσουμε να κερδίσουμε κάτι χρήσιμο για τη σωτηρία μας, αν αδιαφορούμε για τα ορθά δόγματα» (Χρυσόστομος).

Η αναζήτηση της αλήθειας με διανοητικές διαδικασίες είναι ο δρόμος της φιλοσοφίας. Οι φιλόσοφοι όμως αναζητούν την αλήθεια του «τι», όχι την αλήθεια του «ποιος». Αναζητούν μια ιδέα, ένα παγκόσμιο «νόμο», κάποιο «πρώτο κινούν», που είναι ακίνητο. Ο Θεός των φιλοσόφων δεν σώζει, γιατί δεν έρχεται σε προσωπική κοινωνία με τον άνθρωπο. Είναι κάποιο αφηρημένο και απρόσωπο «πνεύμα», «νόμος» ή «συνειδητότητα», όπως και ο θεός των ινδουιστών και αποκρυφιστών. Ο άνθρωπος που αναζητάει τον Θεό με διανοητικές, νοητικές ή διαλογιστικές πρακτικές οδηγείται στην πλάνη, γιατί αυτό που νομίζει ως θεό είναι κάποιο είδωλο· όχι ο Θεός που σώζει τον άνθρωπο.

Ένας τέτοιος θεός, που είναι δημιούργημα του ανθρώπου ή ταυτίζεται με τον ίδιο τον άνθρωπο (τον «Εαυτό»), δεν μπορεί να αναγεννήσει τον άνθρωπο και να τον βοηθήσει να ξεπεράσει τη μοναξιά· ούτε προσφέρει βαθύτερο νόημα στη ζωή. Αν πιστέψει κανείς σ’ ένα τέτοιο Θεό, που δεν ενδιαφέρεται για τη ζωή του ανθρώπου, δεν χρειάζεται ν’ αλλάξει τίποτε· μπορεί να συνεχίσει τη ζωή του χωρίς να αισθάνεται ότι πρέπει να λογοδοτήσει σε κάποιον για τις πράξεις του.

Αν δεν υπάρχει προσωπικός Θεός, τη θέση Του την παίρνει ο ίδιος ο άνθρωπος. Αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση που ο άνθρωπος εγκολπωθεί πανθεϊστικές και ασιατικές κοσμοθεωριακές αντιλήψεις. Ο ίδιος ο άνθρωπος (ο «Εαυτός») ταυτίζεται με τον θεό· καθορίζει τον ηθικό νόμο και είναι υπόλογος μόνο στον εαυτό του. Μια απέραντη μοναξιά απλώνεται στη ζωή του ανθρώπου. Κανείς δεν μπορεί να τον ανυψώσει πάνω από την κτιστή του πραγματικότητα, να τον κάνει μέτοχο της αιώνιας ζωής.

Η μόνη απάντηση στο υπαρξιακό πρόβλημα του ανθρώπου είναι η αναζήτηση της αλήθειας του «ποιος», όχι ο Θεός των φιλοσόφων. Μόνο ο Ιησούς Χριστός, ως «η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιω. ιδ’ 6) αποτελεί τη λύση στο πρόβλημα του ανθρώπου.

Του π. Αντωνίου Αλεβιζοπούλου (†)

* Απόσπασμα από το βιβλίο του «Η Ορθοδοξία μας»

Περιοδικό Διάλογος
Τεύχος 30
Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2002

Πηγές: simeiakairwn.wordpress.com, impantokratoros.gr