Κανείς δεν ήξερε πού κοιμόταν και πού εύρισκε υπόστεγο στις μεγάλες βροχές και τις κακοκαιρίες [η Μοναχή Ταρσώ, η διά Χριστόν σαλή].
Πολλές φορές ωστόσο την είδαν μέσα στη βροχή να κάθεται στο ύπαιθρο, κρατώντας μια λαμαρίνα πάνω από το κεφάλι της.
Ένας μοναχός σύγχρονος της Ταρσώς, ο οποίος ζούσε ψηλότερα, στο γειτονικό βουνό, διαβεβαιώνει πως τότε, που ήταν νεώτερη, έμεινε τέσσερα-πέντε χρόνια στο ύπαιθρο και την νύχτα καθόταν κουλουριασμένη πάνω σε μια μεγάλη πέτρα ή στα πεζούλια του αυλόγυρου της Μονής [Ιερά Μονή Παναγίας Πευκοβουνογιατρίσσης, στην Κερατέα] και εκεί κοιμόταν λίγο.
Κάποια φορά την είδε μέσα στην δυνατή βροχή να κατευθύνεται από την Μονή προς το χορτοκαλυβάκι της. Ανήσυχος έτρεξε κοντά της· όταν την πλησίασε, του λέει εκείνη:
– Τι ανησυχείς για μένα; έλα να δης, είμαι καθόλου βρεγμένη;
Πράγματι, ενώ εκείνος είχε γίνει μούσκεμα, διαπίστωσε ότι η ασκήτρια ήταν τελείως στεγνή.
Άλλη πάλι φορά, σε μεγάλη νεροποντή, οι αδελφές στο Μοναστήρι ανησύχησαν. Κάποια μάλιστα εβγήκε να την αναζητήσει.
Την είδε τότε να έρχεται από τα αμπέλια της Μονής (ανατολικά), μέσα στην βροχή, και να περπατά πάνω από την γη χωρίς να είναι καθόλου βρεγμένη.
Από το βιβλίο του Ιωάννου Κ. Κορναράκη, “Ταρσώ, η διά Χριστόν σαλή”, έκδοση Ιερού Κελλιού Αγίου Νικολάου Μπουραζέρη, Άγιον Όρος, 2003.