Κάποτε έγινε κλοπή στο μοναστήρι. Υπήρχε, ένας, σιδερένιος κουμπαράς και κάποιος τον ξεσήκωσε, ακέραιο, κουτί και περιεχόμενο. Αυτή [η αγία Σοφία της Κλεισούρας] τότε καθισμένη η μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, προσευχόταν και αναλογιζόταν ποιος άραγε να πήρε τον κουμπαρά.
Τότε, η Παναγία την ράπισε και της είπε:
– Τι σε μέλλει εσένα, γιατί βασανίζεσαι; Δικά μου ήταν τα χρήματα. Εγώ ξέρω ποιος πήρε τον πήρε τον κουμπαρά.
Και από τότε η Σοφία δεν ξανανοιάστηκε για τέτοια.
«Να σκεπάζετε, να σας σκεπάζει ο Θεός», έλεγε.
Ανάλογο είναι και το παρακάτω γεγονός, που πρόσφατα διηγήθηκε η κ. Κίτσα.
«Ένας πάμπτωχος πολύτεκνος οικογενειάρχης, με πέντε μικρά παιδιά, αναγκάστηκε από την μεγάλη του ανέχεια, να ανοίξει κάποτε το παγκάρι της Παναγίας.
– Παναγία μου, είπε, ξέρεις την φτώχια μας, συγχώρα με, και όταν ευκολυνθώ, θα στα επιστρέψω με, το παραπάνω.
Αλλά το γεγονός μαθεύτηκε.
Το παγκάρι βρέθηκε άδειο και αναζητούσαν τον αίτιο.
Μία φορά λοιπόν που ο Πρόεδρος και τα διοικούντα μέλη βρέθηκαν στο μοναστήρι, συνεδρίαζαν πώς θα ανακαλύψουν και θα τιμωρήσουν τον τον ‘κλέφτη’.
Παρουσιάστηκε τότε κάποιος συγχωριανός, με μεγάλη έπαρση και θράσος, μιλούσε εναντίον εκείνου του ταλαίπωρου και ήταν έτοιμος να αποκαλύψει το όνομα του δράστη, που μέχρι την στιγμή εκείνη το έκρυβε.
Η Σοφία ήταν κάπου μακριά.
Αλλά τότε παρουσιάζεται απροσδόκητα μπροστά τους και τα βάζει με εκείνον.
– Χάσον απ’ αδακά. Τον φτωχόν τον άνθρωπον κυνηγάς; Δεν φοβάσαι τον Θεό και την Παναγία; Πάψε. Ξέρει Εκείνη τι έγινε. Πάψε. Να σηκωθείς να φύγεις. Δεν σε θέλει η Παναγία.
Όλοι τα έχασαν μπροστά στο παράδοξο γεγονός.
Μπροστά στην παράδοξη εξέλιξη, οι αποφάσεις όλες ακυρώθηκαν. Ο Σύλλογος την σεβόταν και κάπως την φοβόταν την Σοφία.
Εκείνος ο φτωχός έμαθε τα καθέκαστα και έπεφτε στα κοκκαλιασμένα πόδια της Σοφίας. – Με έσωσες. Μόλις μπορέσω, θα ξεπληρώσω το χρέος μου. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Η φαμελιά, μου θα σε ευγνωμονεί, μάνα μου.
Και πράγματι. Μόλις κάπως ξελάσπωσε, άρχισε σιγά σιγά να επιστρέφει το χρέος του προς την Παναγία».
Άλλη πάλι φορά οι τσοπάνηδες, από τα γειτονικά στο μοναστήρι μαντριά, την είδαν με δακτυλιές από χαστούκι στο κοκκινισμένο της πρόσωπο και την ρώτησαν ποιος την έδειρε. Τότε αυτή με πειστική αθωότητα έλεγε πως την ράπισε η μητέρα της, η Παναγία.
Απόσπασμα από το βιβλίο, «Σοφία η ασκήτισσα της Παναγίας», έκδοση της Ιεράς Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου Κλεισούρας.
Πηγές: simeiakairwn.wordpress.com, elromio.gr, pemptousia.gr