Μια γυναίκα πήγαινε τακτικά στο Μοναστήρι [στην Ιερά Μονή Παναγία η Γαυριώτισσα Δαδίου]. Δεν διέθετε αυτοκίνητο και κάποτε, όταν χρειάστηκε να δει τον Γέροντα [τον Ιερομόναχο, π. Αμβρόσιο Λάζαρη] βρήκε έναν συγγενή, ο οποίος προσφέρθηκε να την εξυπηρετήσει.
Κανόνισαν να ταξιδέψουν τον Αύγουστο.
Μια Δευτέρα τηλεφώνησε αρκετές φορές στο Μοναστήρι για να ενημερώσει πιο πριν σχετικά με την επίσκεψη. Ο Γέροντας, όμως, δεν βγήκε στο τηλέφωνο. Η γυναίκα στενοχωρήθηκε πολύ και ένιωσε «κάτι σαν τσιμεντόλιθο» στο στήθος.
Αλλά δύο ημέρες αργότερα, στις δύο μετά το μεσημέρι, την κάλεσε ο ίδιος ο Γέροντας.
– Χαίρετε, της είπε σε δήθεν αυστηρό τόνο. Θα έρθω εκεί και θα σε δείρω πολύ!
– Μακάρι, Γεροντάκο μου, να ερχόσουνα και να με βάραγες μέχρι αύριο το βράδυ, απάντησε εκείνη χαρούμενη.
– Με γνώρισες, ψυχούλα μου; έκανε τότε αυτός με γλυκό τρόπο.
– Ναι, Γέροντά μου, σε γνώρισα.
– Αλήθεια, τώρα σου έφυγε ο τσιμεντόλιθος που είχες στο στήθος; τη ρώτησε και την ξάφνιασε, μια που δεν του είχε αναφέρει τη στενοχώρια της και το πώς ακριβώς ένιωθε.
– Ναι, Γέροντά μου, αυτή τη στιγμή μου φεύγει, είπε η γυναίκα, που εκείνη τη στιγμή ένιωσε να απαλλάσσεται από το βάρος στο στήθος της.
– Τώρα θα έρθεις.
– Τώρα, Γέροντά μου, δεν πρόκειται να έρθουμε, γιατί δεν έχουμε αυτοκίνητο, δεν έχουμε οδηγό, δεν…
– Θα έρθεις, παιδάκι μου.
– Μα, Γέροντά μου…
– Άκου που σου λέω εγώ. Ξέρεις γιατί δεν βγήκα στο τηλέφωνο τη Δευτέρα; Γιατί, παιδάκι μου, και οι τέσσερις που θα ερχόσασταν θα σκοτωνόσασταν.
– Τι λες, Γέροντα;
– Τώρα βλέπω την ταινία, αλλά, όταν έρθεις, δεν θα υπάρχει ούτε χαλίκι στον δρόμο σας.
Πραγματικά, το ίδιο βράδυ της τηλεφώνησε η κόρη της και της πρότεινε να πάνε στο Μοναστήρι. Ξεκίνησαν νωρίς το άλλο πρωί και δεν συνάντησαν το παραμικρό εμπόδιο στο ταξίδι τους.
Από το βιβλίο της Ι. Μ. Δαδίου Παναγία η Γαυριώτισσα, «Γέρων Αμβρόσιος Λάζαρης, Ο πνευματικός της Μονής Δαδίου, Ο επιστήθιος φίλος του αγίου Πορφυρίου», των εκδόσεων Άθως. Κείμενα Μιχάλης Λεβέντης.
Πηγή: pemptousia.gr