Άγιος Ραφαήλ: Γεννημένος το 1410 στο Περαχώρι της Ιθάκης, ο κατά κόσμον Γεώργιος Λάσκαρης ή Λασκαρίδης ήταν χωρικός. Ο Άγιος Ραφαήλ είχε γονείς τον Διονύσιο και τη Μαρία που του έδωσαν χριστιανική ανατροφή. Κοντά τους έμαθε πολλά, όμως όταν ήταν 13 χρονών έφυγε για τον Μυστρά με προτροπή του συζύγου της αδερφής του. Εκεί σπούδασε δυτική και ελληνική φιλοσοφία και ιατρική, κάτι που τον ευχαριστούσε πολύ.
Άγιοι Ραφαήλ, Νικόλαος, Ειρήνη και οι συν αυτοίς: Mεγάλη γιορτή της ορθοδοξίας σήμερα 26 Απριλίου
Ο βίος του Αγίου Ραφαήλ
Κατατάχθηκε με μεγάλο βαθμό αξιώματος στον βυζαντινό στρατό και αργότερα, σε ηλικία 35 ετών, έγινε κληρικός. Ο ιερέας που τον προέτρεψε να πάρει αυτό τον δρόμο ονομαζόταν Ιωάννης και ήταν ιδιαίτερα σεβαστός και ευλαβής. Τούτο συνέβη ως εξής: Ήταν Χριστούγεννα και ο πατήρ Ιωάννης κοινώνησε τους στρατιώτες κηρύττοντας τον λόγο του Θεού. Ο Γεώργιος εντυπωσιάστηκε τότε, αλλά δεν έκανε τίποτα. Όταν ήρθαν κάποια Θεοφάνεια εγκατέλειψε τη θέση του και ακολούθησε τον δρόμο του Θεού.
Κατάφερε να χειροτονηθεί και πρεσβύτερος αφότου είχε γίνει μοναχός και αξιώθηκε με το οφφίκιο του πρωτοσύγκελλου και του αρχιμανδρίτη. Αναφέρεται ακόμα πως στάλθηκε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη στη Μορλαί της Γαλλίας προκειμένου να εκπληρώσει τα καθήκοντά του, λίγο πριν από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Ο Άγιος Ραφαήλ έχει αποκαλύψει με τον γνωστό θαυμαστό του τρόπο ότι έβγαζε λόγους στην Αθήνα και συγκεκριμένα στον λόφο του Φιλοπάππου (στον ναό του Αγίου Δημητρίου Μυροβλύτη που μετέπειτα ονομάστηκε Λουμπαρδιάρης) με τις ιδιότητες του εφημέριου και του ιεροκήρυκα. Το 1450 πήγε στη Μακεδονία έχοντας πάντα στο πλευρό του τον Νικόλαο, ο οποίος εκάρη μοναχός και στη συνέχεια διάκονος. Μαρτύρησε στη Λέσβο στις 9 Απριλίου 1463, αφού πρώτα υπεβλήθη σε φρικτά βασανιστήρια από τους Τούρκους. Από έρευνα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ξέρουμε ότι εκείνη τη μέρα ήταν Τρίτη.
Το πνευματικό του τέκνο ο Άγιος Νικόλαος
Στη Γαλλία απέκτησε ένα πνευματικό παιδί τον διάκονο Νικόλαο, με τον οποίο ουδέποτε χωρίστηκαν, παρά μόνο όταν κήρυτταν τον λόγο του Θεού. Ο Νικόλαος, γεννηθείς στη Θεσσαλονίκη και γόνος πλούσιας οικογένειας, ήταν παιδί ενός συμβολαιογράφου. Στάλθηκε από τους γονείς του στη Γαλλία για να σπουδάσει ιατρική. Ο νεαρός φοιτητής Νικόλαος γοητεύτηκε από τον λόγο του Ευαγγελίου και έφυγε μαζί με τον τότε πατέρα Γεώργιο στην Ελλάδα, ακολουθώντας τον μοναχικό βίο.
Η μετάβαση στη Λέσβο
Οι Τούρκοι είχαν ξεκινήσει διωγμούς κατά των χριστιανών και, παράλληλα, λεηλατούσαν περιοχές της Θράκης. Ο Άγιος Ραφαήλ διέφυγε μαζί με άλλους από το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης και κατέφυγε στη Λέσβο (14 Μαρτίου 1454), η οποία θεωρούταν ασφαλές νησί. Να σημειωθεί ότι, όταν έπεσε η βυζαντινή αυτοκρατορία, η Λέσβος, προνομιούχα από τον Σουλτάνο, έχοντας τότε έναν ελαστικό και δίκαιο ηγεμόνα, είχε γίνει το καταφύγιο για πολλούς χριστιανούς στους οποίους επιτρέπονταν να πηγαίνουν στα μοναστήρια. Στους Αγίους Ραφαήλ και Νικόλαο υπεδείχθη το μοναστήρι των Γενεθλίων της Θεοτόκου, το οποίο βρισκόταν στον λόφο των Καρυών κοντά στη Λουτρόπολη Θέρμης. Εκεί και διέμειναν. Σε εκείνο το μοναστήρι είχαν ήδη ασκητεύσει πολλοί οι οποίοι φαίνεται να συνοδεύουν τον Άγιο σε εμφανίσεις του. Σύμφωνα πάντα με τη λαϊκή παράδοση, επρόκειτο για γυναικείο μοναστήρι που είχε υποστεί πειρατική επιδρομή το 1235 μ.Χ. Εκεί είχε μονάσει και η ηγούμενη Ολυμπία από την Πελοπόννησο μαζί με την αδερφή της Ευφροσύνη, οι οποίες αγωνίστηκαν ενάντια στους επιδρομείς. Η ηγουμένη Ολυμπία, που πέθανε τελικά στις 11 Μαΐου 1235, εμφανίστηκε μαζί με τον Άγιο Ραφαήλ σε αποκαλυπτικό γεγονός. Στο μοναστήρι αυτό, παλαιότερα, τιμούσαν μαζί με τη Θεοτόκο και την Αγία Παρασκευή.
Όταν έφτασε στο μοναστήρι, ο Άγιος Ραφαήλ βρήκε ακόμη δυο μοναχούς, τον Ρουβήμ και τον Ακίνδυνο. Στη συνέχεια ο Άγιος έγινε ηγούμενος της μονής. Εκείνο τον καιρό και έως τις 17 Σεπτεμβρίου 1462, στο νησί της Λέσβου που βρισκόταν υπό την επιρροή των Γενουατών επικρατούσε ηρεμία. Το μοναστήρι μετετράπη στο σημαντικότερο του νησιού και τα υπόλοιπα υπάγονταν σε αυτό, καθώς προσέφερε και ιατρική βοήθεια σε όποιον το είχε ανάγκη, με τη βοήθεια του ηγούμενου και του διακόνου Νικόλαου. Στη μονή καλλιεργήθηκαν και τα γράμματα διότι το μοναστήρι λειτούργησε και ως σχολείο για παιδιά.
Η κατάκτηση της Μυτιλήνης από τους Τούρκους
Τον Σεπτέμβρη του 1462 άρχισε η πολιορκία του νησιού και στις 17 Σεπτεμβρίου 1462 η Λέσβος κατελήφθη από τις τουρκικές δυνάμεις. Παρόλα αυτά, και για 6 μήνες μετά, το μοναστήρι των Γενεθλίων της Θεοτόκου παρέμενε ανέγγιχτο, ίσως επειδή υπήρχαν προνόμια παραχωρημένα από τον Πατριάρχη, αλλά και επειδή το επέτρεπε ακόμα ο Σουλτάνος.
Ένα χρόνο μετά, το 1463, έγινε εξέγερση κατά των εισβολέων σε τοπικό επίπεδο. Τη Μεγάλη Παρασκευή ο Άγιος Ραφαήλ έκρυψε τα ιερά σκεύη και τα άμφια σε μια τρύπα. Στο μοναστήρι βρίσκονταν εκείνος, ο διάκονος Νικόλαος, ο προεστός Βασίλειος, η μικρή ανιψιά του Ελένη, ο δάσκαλος Θεόδωρος και η γυναίκα του με το μωρό (μικρός Ραφαήλ), η μικρή Ειρήνη και κάποιοι μοναχοί που είχαν πάει στο βουνό. Ο μοναχός Σταύρος και ο επιστάτης Ακίνδυνος πήγαν και αυτοί στο βουνό με οδηγίες του Αγίου Ραφαήλ, προκειμένου να τους προειδοποιήσουν.
Μαζί με τα ιερά αντικείμενα που έκρυψε ο Άγιος βρισκόταν και μια εικόνα της Παναγίας, την οποία είχε φέρει μαζί του στη Λέσβο. Εκείνη η κρύπτη που βρισκόταν και η εικόνα δεν βρέθηκε ποτέ, παρ όλες τις αναζητήσεις και ανασκαφές επί τριετία. Από κατοίκους ξέρουμε, ότι θα βρεθεί από άνθρωπο άλλης γενιάς με δυνατή πίστη, όπως τους το φανέρωσε η Παναγία. Στις Καρυές, τον τόπο του μαρτυρίου, βρέθηκε ωστόσο ένα εικόνισμα του Παντοκράτορα που χρονολογείται από τον 14ο αιώνα. Σχετικά με αυτό επέμενε ο Άγιος Ραφαήλ να βρεθεί.
Το απάνθρωπο τέλος του Αγίου
Ο Άγιος λειτούργησε για τελευταία φορά τη Μεγάλη Πέμπτη. Τη Μεγάλη Παρασκευή έβρεχε πολύ. Κάποια στιγμή, ο Άγιος βγήκε έξω και είδε τους εισβολείς να πλησιάζουν στην πόρτα της μονής. Με σθένος τους φώναξε ότι η ψυχή του ανήκει στον Θεό, όμως το σώμα του μπορούν να το κάνουν ό,τι θέλουν. Τράβηξε και ένα μεγάλο σταυρό που είχε στον λαιμό του και τους είπε: “Εμείς αυτόν προσκυνούμε και ποτέ δε θα τον εγκαταλείψουμε”. Το μαρτύριο του είχε αρχίσει. Ο ίδιος διηγήθηκε το μαρτύριό του σε πιστούς, μετά τον θάνατό του ως εξής: «Οι Τούρκοι μου έκαναν πολλά μαρτύρια. Πρώτα με χτύπησαν με τα ρόπαλα τους και με έριξαν κάτω παράλυτο. Έπειτα με κεντούσαν με τα κοντάρια τους, με τραβούσαν από τα γένια και με έσερναν καταγής. Ύστερα με έδεσαν σε μια καρυδιά και με χτυπούσαν απάνθρωπα επί ένα εικοσιτετράωρο. Όταν με βασάνιζαν, είπα «θα αντέξω τα πάντα για το θέλημα του Κυρίου, μέχρι την τελευταία μου πνοή». Κρεμασμένος, έβλεπα που κλωτσούσαν και κτυπούσαν τους άλλους καλόγηρους, αλλά έλεγα: «Εδώ, στον αγώνα μέχρι την τελευταία μου πνοή». Γι’ αυτό είχα και έχω αυτές τις δυνάμεις». Με κατέβαζαν έως κάτω και πάλι με ανέβαζαν επάνω και με ξανακατέβαζαν, σέρνοντάς με στις πέτρες που είχαν βαφεί κόκκινες από το αίμα μου. Έπειτα με κρέμασαν ανάποδα εικοσιτέσσερις ώρες σε αυτήν την καρυδιά. Στο τέλος, με πριόνισαν μέσα στο στόμα και με αποκεφάλισαν». Ήμουν τότε πενηντατριών ετών».
Τα παραπάνω είπε σε κάποιου το όνειρο τον Απρίλιο του 1961. Η σιαγόνα του βρέθηκε σε μικρή απόσταση μετά από εμφάνιση του ίδιου σε κάποιον, και όχι μαζί με το υπόλοιπο σώμα.
Η ταφή των λειψάνων
Όπως αναφέρθηκε, στο μοναστήρι υπήρχαν κάποιοι άλλοι μοναχοί που πήγαν στο βουνό, ενώ κάποιοι άλλοι, όπως ο Ακίνδυνος ο επιστάτης και ο μοναχός Σταύρος, κατέφυγαν στη σπηλιά του σοφού γέροντα Ιωσήφ και διεσώθησαν. Αυτό ήταν ιδέα του Αγίου Ραφαήλ. Αυτοί ήταν που βρήκαν τα νεκρά σώματα μετά από κάποιες μέρες και ειδοποίησαν κρυφά τον ιερέα της Θέρμης, Σάββα, με τη βοήθεια του οποίου ετάφησαν. Τα λόγια του ηλικιωμένου και τυφλού Σάββα (112 ετών) τα βλέπουμε παρακάτω:
«Θεέ μου, δος μου το φως μου να τους ιδώ για τελευταία φορά. Έπλυνα τα μάτια μου με λίγο αγίασμα που μου έδωσε ο Ακίνδυνος. Την ίδια στιγμή βγήκε μια λάμψη και ανέβλεψα. Όμως αυτό που είδα να μην αξιώνεται κανείς να το βλέπει. Το αγίασμα γεμάτο αίματα, τα σώματα των Μαρτύρων μέσα στο αίμα, και ο πολυαγαπημένος μου ηγούμενος Ραφαήλ κρεμασμένος ανάποδα σε μια καρυδιά και σφαγμένος. Τους θάψαμε με κλάματα και έπειτα ο Ακίνδυνος με τον Σταύρο με κατέβασαν πάλι στο χωριό».
Ο ηγούμενος Άγιος Ραφαήλ τάφηκε μέσα στην εκκλησία ενώ ο (επίσης πια) Άγιος Νικόλαος, στο αριστερό προαύλιο. Η Αγία Ειρήνη, πάντως, σε ενύπνιο στις 2 Δεκεμβρίου 1961 ανέφερε ότι προσωρινά γλίτωσε ο μοναχός Σταύρος, καθώς, όταν τον βρήκαν, τον κατέβασαν από το βουνό και τον έσφαξαν μαζί με τους Αγίους. Το σώμα του βρέθηκε από ένα χριστιανό και τάφηκε κοντά στην εκκλησία. Δώδεκα μήνες μετά, έπιασαν και τον Ακίνδυνο που είχε γλιτώσει τότε και τον αποκεφάλισαν. Χτίστηκε μια εκκλησία χαμηλοτάβανη πάνω από τον τάφο του Αγίου Ραφαήλ για την προσκύνηση των ιερών λειψάνων του, ακριβώς μετά τη σφαγή.
Ο Άγιος Νικόλαος
Ο Άγιος Νικόλαος, μόλις είδε να τρυπούν με λόγχες τον ηγούμενο Άγιο Ραφαήλ, έπαθε συγκοπή. Ο Άγιος μαρτύρησε σε πολλούς το σημείο ταφής του. Από φόβο μην υπάρξει παρεξήγηση από ολιγόπιστους, έψαξαν το σημείο και πράγματι το βρήκαν στις 13 Ιουνίου 1960.
Η Αγία Ειρήνη και οι υπόλοιποι μαρτυρήσαντες
Η Αγία Ειρήνη, που όταν μαρτύρησε ήταν μόλις 12 χρονών κοριτσάκι, ήταν κόρη του προεστού Βασιλείου. Παρότι μικρή σε ηλικία, άντεξε πολλά βασανιστήρια. Πρώτα της έκοψαν το ένα χέρι και ύστερα την έβαλαν σε ένα πιθάρι και την έκαψαν. Αυτό έγινε μπροστά στα μάτια των ανήμπορων γονιών της. Τα οστά της βρέθηκαν κοντά στους τάφους των άλλων μαρτύρων.
Μαζί με τους Αγίους μαρτύρησαν ο Βασίλειος, η σύζυγος του Μαρία, το παιδί τους Ραφαήλ (5 ετών), η ανηψιά τους Ελένη, ο γιατρός Αλέξανδρος και ο δάσκαλος Θεόδωρος. Τα οστά τους βρέθηκαν κοντά στον τόπο ταφής των Αγίων. Μαρτύρησαν στις 9 Απριλίου 1463.
Πηγή: ekklisiaonline.gr