ΑΓΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΙΣΙΟΣ: Γέροντα, όταν με αδικούν, ή καρδιά μου σκληραίνει.
– Για νά μη σκληραίνη, ποτέ να μή σκέφτεσαι ότι φταίει ή πόσο φταίει ό άλλος πού σέ αδικεί, άλλα πόσο φταις εσύ. Βλέπεις, όταν οι άνθρωποι μαλώνουν μεταξύ τους, όλοι τους λένε ότι έχουν δίκαιο, μόνον πού παίρνουν περισσότερο δίκαιο άπ’ όσο δικαιούνται, γι’ αυτό καί διαφωνούν συνέχεια. Πηγαίνουν στην αστυνομία π.χ., καί ό καθένας λέει: ¨με έδειρε ό τάδε – δεν λέει πόσο τον έδειρε αυτός! – καί τού κάνει μήνυση.
Άν σκεφτόμασταν ότι ό πιο αδικημένος είναι ό Χριστός, θά δεχόμασταν με χαρά τήν αδικία. Ένώ ήταν Θεός, κατέβηκε στην γη άπό πολλή αγάπη καί κλείσθηκε εννιά μήνες στην κοιλιά τής Παναγίας.
Ύστερα, τριάντα χρόνια έζησε αθόρυβα. Άπό δεκαπέντε μέχρι τριάντα χρόνων δούλευε μαραγκός στους Εβραίους. Καί τί εργαλεία είχαν τότε; Ξύλινα πριόνια χρησιμοποιούσαν, μέ κάτι καβίλιες ξύλινες. Τού έδιναν και κάτι σανίδια… καί Τού έλεγαν: ¨Φτιάξε αυτό, φτιάξε εκείνο…. Καί πώς νά τά πλανίση; Πλανίζονταν μ’ εκείνα τά γύφτικα σίδερα, πού χρησιμοποιούσαν τότε γιά πλάνες; Ξέρεις τί ζόρικα είναι; Άντε ύστερα, τρία χρόνια ταλαιπωρία! Ξυπόλυτος να πηγαίνη από έδώ-από εκεί, για να κηρύττει! Θεράπευε αρρώστους, με λάσπη άνοιγε τα μάτια των τυφλών, και αυτοί ζητούσαν πάλι σημεία. Έβγαζε τα δαιμόνια από τους δαιμονισμένους, άλλα δυστυχώς οι αχάριστοι άνθρωποι Του έλεγαν πώς είχε δαιμόνιο! Και ενώ τόσοι είχαν μιλήσει και προφητεύσει γι’ Αυτόν, τόσα θαύματα έκανε, και τελικά ονειδισμούς, σταύρωμα.
Γι’ αυτό οι αδικημένοι είναι τα πιο αγαπημένα παιδιά του Θεού. Γιατί ως αδικημένοι έχουν στην καρδιά τους τον αδικημένο Χριστό και άγάλλονται στην εξορία και στην φυλακή σαν να βρίσκονται στον Παράδεισο, διότι, όπου Χριστός εκεί Παράδεισος.
– Μπορεί, Γέροντα, να βρεθεί κανείς με φορτίο μεγαλύτερο από αυτό πού μπορεί να σηκώσει;
– Ό Θεός δεν επιτρέπει φορτίο πάνω από τις δυνάμεις μας. Οι αδιάκριτοι άνθρωποι φορτώνουν βαρύ φορτίο στους άλλους. Πολλές φορές ό Καλός Θεός αφήνει τους καλούς ανθρώπους στα χέρια των κακών, για να μαζέψουν μισθό ουράνιο.
-Το παράπονο, Γέροντα, έχει σχέση με την αχαριστία;
– Ναι. Μπορεί μάλιστα κάποιος, ενώ τον φροντίζουν για το καλό του, να μην το καταλαβαίνει, να νιώθει αδικημένος και να παραπονείται. Αν δεν παρακολουθεί τον εαυτό του, μπορεί, όταν κάνη ένα σφάλμα και του λένε να προσεχή, να νομίζει ότι τον αδικούν και να φθάνει στην αναίδεια. Μια αδελφή λ.χ. βάζει περισσότερο φάρμακο και καίει με το ράντισμα τα φύλλα από τις ελιές. Της κάνουν παρατήρηση και, αντί να συναισθανθεί το λάθος της και να πει ¨ευλόγησαν, νιώθει αδικημένη και κλαίει. ¨Με αδικούν, λέει. Αν έπεφτε ακρίδα και χαλούσε τα δένδρα, δεν θα μιλούσαν, ενώ τώρα πού τα χάλασα εγώ, φωνάζουν. Χριστέ μου, μόνον Εσύ με καταλαβαίνεις, και δώσ’ του δάκρυα! Μπορεί να νιώθει και χαρά, γιατί σκέφτεται ότι θα έχει μισθό από την αδικία πού δέχτηκε και να ευγνωμονεί τον Χριστό! Αυτό είναι μια λανθασμένη κατάσταση, είναι μεγάλη πλάνη.
Ή χαρά από την αποδοχή της αδικίας
– Γέροντα, όταν δέχομαι ευχάριστα την επίπληξη για μια ζημιά πού κάνω, αυτό πού νιώθω είναι καθαρό;
– Κοίταξε, αν κάνης ζημιές και σε μαλώνουν και δεν γκρινιάζεις, αλλά χαίρεσαι και λες: ¨δόξα Σοι ό Θεός, αυτό μου χρειαζόταν, θα έχεις μισή χαρά. Αν όμως δεν κάνης ζημιές και σε μαλώνουν άδικα κι εσύ το δέχεσαι με καλό λογισμό, τότε θα έχεις ολόκληρη την χαρά. Δεν λέω να επιδιώκεις εσύ την αδικία, γιατί τότε το ταγκαλάκι θα σε ρίξει στην υπερηφάνεια, άλλα να δέχεσαι την αδικία, όταν έρχεται φυσιολογικά, και να χαίρεσαι πού αδικείσαι.
Τέσσερα στάδια υπάρχουν στην αντιμετώπιση της αδικίας. Σε χτυπάει λ.χ. κάποιος άδικα. Αν βρίσκεσαι στο πρώτο στάδιο, το ανταποδίδεις. Αν βρίσκεσαι στο δεύτερο στάδιο, νιώθεις μέσα σου πολύ μεγάλη ταραχή, άλλα συγκρατιέσαι και δεν μιλάς. Στο τρίτο στάδιο δεν ταράζεσαι. Και στο τέταρτο νιώθεις πολλή χαρά, μεγάλη -ψυχική αγαλλίαση. Όταν αδικείται κάποιος και αποδεικνύει ότι δεν φταίει, δικαιώνεται και ικανοποιείται. Τότε νιώθει μια κοσμική χαρά. Αν όμως αντιμετωπίζει την αδικία πνευματικά, με καλό λογισμό, και δεν φροντίζει να αποδείξει την αθωότητα του, αισθάνεται πνευματική χαρά. Δηλαδή τότε έχει μέσα του την θεϊκή παρηγοριά και κινείται στον χώρο της δοξολογίας. Ξέρετε τί χαρά έχει μια ψυχή, αν αδικηθεί και δεν δικαιολογηθεί, για να της πουν ¨μπράβο ή ¨συγγνώμη;
Και χαίρεται περισσότερο τώρα πού αδικείται, παρά αν δικαιωνόταν. Όσοι φθάνουν σε τέτοια κατάσταση, θέλουν να ευχαριστήσουν αυτόν πού τους αδίκησε για την χαρά πού τους έδωσε σ’ αυτήν την ζωή, άλλα και για την αιώνια πού τους εξασφάλισε. Πόσο διαφέρει το πνευματικό από το κοσμικό!
Στην πνευματική ζωή είναι ανάποδα τα πράγματα. Άμα κρατάς εσύ το άσχημο, τότε νιώθεις όμορφα. Άμα το δίνης στον άλλον, τότε νιώθεις άσχημα. Όταν δέχεσαι την αδικία και δικαιολογείς τον πλησίον σου, δέχεσαι τον πολυαδικιμένο Χριστό στην καρδιά σου. Τότε ό Χριστός μένει με το ενοικιοστάσιο μέσα σου και σε γεμίζει με ειρήνη και αγαλλίαση. Για δοκιμάστε, βρε παιδιά, να ζήσετε αυτήν την χαρά! Να μάθετε να χαίρεσθε με αυτήν την πνευματική χαρά, όχι με την κοσμική. Πάσχα θα έχετε τότε κάθε μέρα. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από την χαρά πού νιώθεις, όταν δέχεσαι την αδικία. Μακάρι να με αδικούσαν όλοι οι άνθρωποι! Ειλικρινά σας λέω, την γλυκύτερη πνευματική χαρά την ένιωσα μέσα στην αδικία. Ξέρετε πόσο χαίρομαι, όταν κάποιος με πει πλανεμένο; ¨Δόξα Σοι ό θεός, λέω, από αυτό έχω μισθό, ενώ, αν με πουν άγιο, χρωστάω. Γλυκύτερο πράγμα από την αδικία δεν υπάρχει!
Ένα πρωί στο Καλύβι χτύπησε κάποιος το σιδεράκι στην πόρτα. Κοίταξα από το παράθυρο να δω ποιος είναι, γιατί δεν ήταν ακόμη ή ώρα να ανοίξω. Είδα έναν νέο με φωτεινό πρόσωπο και κατάλαβα ότι είχε βιώματα πνευματικά, αφού τον πρόδιδε ή Χάρις του θεού. Γι’ αυτό, αν και ήμουν απασχολημένος, διέκοψα αυτό πού έκανα, άνοιξα την πόρτα, τον πήρα μέσα, του πρόσφερα ένα νερό και με τρόπο άρχισα να τον ρωτάω για την ζωή του, γιατί έβλεπα ότι είχε πνευματικό περιεχόμενο. ¨Τί δουλειά κάνεις, παλικάρι;, τον ρώτησα. ¨Τί δουλειά, πάτερ; μου λέει. Εγώ στην φυλακή μεγάλωσα. Τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου εκεί τα πέρασα. Τώρα είμαι είκοσι έξι χρόνων. ¨Καλά, βρε παλικάρι, τί έκανες, και σε έκλειναν φυλακή;, τον ρώτησα. Κι εκείνος μου άνοιξε την καρδιά του: ¨Από μικρός, μου είπε, πονούσα πολύ, όταν έβλεπα δυστυχισμένους ανθρώπους. Ήξερα όλους τους πονεμένους, όχι μόνον από την ενορία μου, άλλα και από άλλες ενορίες. Επειδή ό παπάς της ενορίας μας με τους επιτρόπους μάζευαν συνέχεια χρήματα και έφτιαχναν κτίρια, αίθουσες κ.λπ. ή έκαναν διάφορους εξωραϊσμούς, είχαν παραμεληθεί τελείως οι φτωχές οικογένειες. Εγώ δεν κρίνω εάν ήταν απαραίτητα αυτά πού έφτιαχναν, άλλα έβλεπα να υπάρχουν πολλοί δυστυχισμένοι άνθρωποι. Πήγαινα λοιπόν κρυφά και έκλεβα από τα χρήματα πού μάζευαν από τους εράνους. Έπαιρνα αρκετά. δεν τα έπαιρνα όλα. Ύστερα αγόραζα τρόφιμα, διάφορα πράγματα, τα άφηνα κρυφά έξω από τα σπίτια των φτωχών και αμέσως, για να μην πιάσουν άλλον άδικα, πήγαινα στην αστυνομία και έλεγα: ¨εγώ έκλεψα τα χρήματα από την εκκλησία και τα ξόδεψα, χωρίς να πω τίποτε άλλο. Με άρχιζαν στο ξύλο και στο βρισίδι, ¨αλήτη, κλέφτη. εγώ σιωπούσα. Με έκλειναν μετά στην φυλακή.
Αυτή ή δουλειά γινόταν για χρόνια. Όλη ή πόλη όπου έμενα τριάντα χιλιάδες κάτοικοι και άλλες πόλεις με είχαν μάθει, και ¨αλήτη με ανέβαζαν, ¨κλέφτη με κατέβαζαν. Εγώ σιωπούσα και ένιωθα χαρά. Κάποτε μάλιστα με είχαν κλείσει στην φυλακή τρία ολόκληρα χρόνια. Μερικές φορές με έκλειναν άδικα στην φυλακή και, όταν έπιαναν τον ένοχο, με άφηναν. Αν δεν τον έπιαναν, καθόμουν μέσα, όσο έπρεπε να καθίσει εκείνος. Γι’ αυτό σου είπα, πάτερ μου, ότι τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου τα πέρασα στις φυλακές. Αφού τον άκουσα με προσοχή, του είπα: ¨Βρε παλικάρι, όσο καλό και αν φαίνεται αυτό, δεν είναι καλό και να μην το ξανακάνεις. ‘Άκου τί θα σου πω. Θα με ακούσης;. ¨Θα σε ακούσω, πάτερ, μου λέει. ¨Να απομακρυνθείς από αυτήν την πόλη, του λέω, να πας σε άγνωστο περιβάλλον, στην τάδε πόλη, και εγώ θα φροντίσω να συνδεθείς με καλούς ανθρώπους. Να εργάζεσαι και να βοηθάς, όσο μπορείς, τους πονεμένους από το υστέρημα σου, επειδή αυτό έχει μεγαλύτερη αξία. ‘Αλλά, και όταν κανείς δεν έχει τίποτε να δώσει σε έναν φτωχό και πονάει ή καρδιά του, τότε κάνει ανώτερη ελεημοσύνη, διότι κάνει ελεημοσύνη με το αίμα της καρδιάς του. Γιατί, εάν είχε κάτι και το έδινε, θα αισθανόταν και χαρά, ενώ, όταν δεν έχει να δώσει, αισθάνεται πόνο στην καρδιά. Μου υποσχέθηκε ότι θα ακούσει την συμβουλή μου και έφυγε χαρούμενος. Έπειτα από επτά μήνες παίρνω ένα γράμμα του από τις φυλακές του Κορυδαλλού, στο όποιο έγραφε τα έξης: ¨Ασφαλώς, πάτερ μου, θα απορήσεις, πού σου γράφω πάλι από την φυλακή μετά από τόσες συμβουλές πού μού έδωσες και μετά τις υποσχέσεις πού σου έδωσα. Μάθε ότι αυτήν την φορά υπηρετώ μια φυλάκιση την οποία είχα υπηρετήσει. κάποιο λάθος έγινε. Ευτυχώς πού δεν υπάρχει ανθρώπινη δικαιοσύνη, γιατί θα αδικούνταν οι πνευματικοί άνθρωποι, επειδή θα έχαναν τον ουράνιο μισθό. Όταν διάβασα αυτά τα τελευταία λόγια, θαύμασα αυτόν τον νέο, πού είχε πάρει τόσο ζεστά την πνευματική ζωή και είχε συλλάβει τόσο βαθιά το βαθύτερο νόημα της ζωής!
Διά Χριστόν κλέφτης! Μέσα του είχε Χριστό. Δεν μπορούσε να φρενάρει τον εαυτό του από την χαρά πού ένιωθε. Θεία παλαβομάρα, πανηγύρι είχε!
– Γέροντα, από το ρεζίλι ερχόταν ή χαρά;
– Από την αδικία ερχόταν ή χαρά. Κοσμικός άνθρωπος ήταν, ούτε Συναξάρια ούτε Πατερικά είχε διαβάσει και, ενώ έτρωγε άδικα ξύλο, τον έκλειναν στην φυλακή, τον είχαν μέσα στην πόλη για αλήτη, για παλιόπαιδο για κλέφτη, γινόταν ρεζίλι, αυτός δεν μιλούσε και τα αντιμετώπιζε όλα τόσο πνευματικά! Νέος άνθρωπος, και δεν φρόντιζε να αποκατασταθεί, αλλά πώς να βοηθήσει τους άλλους! Τους μεγάλους κλέφτες πολλές φορές δεν τους κλείνουν ούτε μια φορά στην φυλακή, ενώ αυτόν τον δόλιο τον φυλάκισαν για την ίδια κλοπή δυο φορές και για άλλες κλοπές τον φυλάκισαν άδικα, μέχρι να βρουν τον πραγματικό κλέφτη!
Την χαρά όμως πού είχε αυτός δεν την είχαν όλοι οι κάτοικοι της πόλης. Τριάντα χιλιάδες χαρές δεν συμπλήρωναν την δική του χαρά.
Γι’ αυτό λέω ότι ένας πνευματικός άνθρωπος δεν έχει θλίψεις. Όταν ή αγάπη αυξηθεί και καεί ή καρδιά από τον θειο έρωτα, δεν μπορεί να σταθεί πλέον θλίψη. Ή μεγάλη αγάπη προς τον Χριστό υπερνικά τους πόνους και τις ταλαιπωρίες πού του προξενούν οι άνθρωποι.
Το κέρδος από την αδικία
– Γέροντα, όταν ενοχοποιούμαι από κάτι πού θα πει για μένα μία αδελφή, ενώ δεν φταίω, δεν το σηκώνω και ψυχραίνομαι μαζί της.
– Για στάσου λίγο! Τί λέει το Τυπικό της Εκκλησίας γι’ αυτό; Σε ποια περίπτωση υπάγεται; Εσύ πώς βοηθιέσαι περισσότερο; Πες ότι συμβαίνει έτσι όπως το λες, ότι δεν φταις. Έ, αν σε αδίκησαν, κέρδος έχεις. Και ή άλλη, αν είπε κάτι εις βάρος σου, για να δικαιολογηθεί, μετά την πειράζει, την ελέγχει ή συνείδηση, μετανοεί και σε βλέπει με περισσότερη αγάπη. Δύο-τρία καλά μαζί. Έτσι σού δίνεται ή ευκαιρία να πλουτίσεις και να γίνεις αρχοντοπούλα, να μην είσαι τσιγγανάκι. Αφού ό Θεός σού δίνει την δυνατότητα να γίνεις αρχοντοπούλα και να μπορείς να δίνης και σε κανέναν άλλο, γιατί θέλεις να μένεις τσιγγανάκι;
– Επιμένει ό λογισμός να ρωτήσω την αδελφή πώς κατάλαβε την συμπεριφορά μου και με ενοχοποίησε.
– Βέβαια, αντέχει το ταγκαλάκι να δη να έχεις κάτι στην άκρη; Σε πιέζει να ζήτησης να βρεις το δίκιο σου, για να δίωξης από μέσα σου τον Χριστό.
– Γέροντα, θα ήθελα κάποτε-κάποτε να μου χαρίζονται οι άλλοι, όταν κάνω ένα σφάλμα.
– Τί, θέλεις να σε δικαιολογούν; Ας πούμε ότι σε δικαιολογούν. Εσύ κερδίζεις πνευματικά ή ζημιώνεσαι με αυτό;
– Ζημιώνομαι.
– Αν είχες ένα μαγαζί, θα ήθελες να κερδίζεις ή να ζημιώνεσαι;
– Να κερδίζω.
– Αν λοιπόν στα υλικά, στα μάταια, πράγματα δεν θέλουμε να ζημιωθούμε, πόσο μάλλον στα πνευματικά πρέπει να κοιτάμε πώς να μη ζημιωθούμε! Οι κοσμικοί άνθρωποι κοιτούν το υλικό κέρδος και δεν το αφήνουν να πάει χαμένο. οι πνευματικοί άνθρωποι είναι σωστό να πετάνε το πνευματικό κέρδος; ‘Αλλά, και αν οι κοσμικοί ξοδεύουν τα χρήματα πού έχουν, σπαταλούν τουλάχιστον υλικά πράγματα, ενώ εμείς, όταν δεν δεχόμαστε την αδικία, σπαταλούμε πνευματικά πράγματα, ουράνια. Τα τρώμε όλα εδώ. Γιατί να ανταλλάσσουμε τα ουράνια με τα επίγεια; Ύστερα οι καημένοι οι κοσμικοί έχουν και άγνοια πνευματική, ενώ εμείς γνωρίζουμε. γίναμε μοναχοί, για να κερδίσουμε τα ουράνια, και τελικά για άλλου ξεκινήσαμε και άλλου πάμε. Για έναν κοσμικό το να εκτελεστή ή να δαρθεί ή απλώς να διωχθεί άδικα, είναι πολύ οδυνηρό. Εμείς όμως πρέπει να τα ζητάμε αυτά και να τα υπομένουμε για την αγάπη τού Χριστού. Να επιδιώκουμε την ατιμία, την περιφρόνηση, την ύβρη, γιατί φέρνουν κέρδη στην ψυχή μας. Ένας οικογενειάρχης λ.χ. έχει ανάγκες και ζητά να δικαιωθεί, γιατί σκέφτεται πώς θα ζήσουν και αυτός και τα καημένα τα παιδιά του, αν χάση την υπόληψη του ή αν χρεοκοπήσει. Γι’ αυτό οι κοσμικοί έχουν ελαφρυντικά, ενώ εμείς δεν έχουμε ελαφρυντικά.
Όταν μας αδικούν κι εμείς δεχόμαστε την αδικία, τότε στην ουσία ευεργετούμαστε. Με συκοφαντούν λ.χ. ότι έκανα κάποιο έγκλημα και με κλείνουν στην φυλακή άδικα; Εντάξει. Έχω αναπαυμένη την συνείδηση μου, αφού δεν έκανα το έγκλημα, έχω και ουράνιο μισθό. Υπάρχει μεγαλύτερη ευεργεσία; Δεν γογγύζω, άλλα δοξολογώ τον Θεό: ¨Πώς να Σε ευχαριστήσω, Θεέ μου, πού δεν έκανα το έγκλημα; Αν το είχα κάνει, δεν θα άντεχα τις τύψεις της συνειδήσεως. Τότε γίνεται Παράδεισος ή φυλακή. Με χτύπησε κάποιος άδικα; ¨Δόξα Σοι, Κύριε! Ίσως ξοφλήσω κάποια αμαρτία. κάποτε και εγώ είχα χτυπήσει κάποιον. Με έβρισαν άδικα; ¨Δόξα Σοι, Κύριε! Το δέχομαι για την αγάπη Σου, πού ραπίσθηκες και υβρίσθηκες για χάρη μου.
Αποταμίευση στον Ουρανό
– Γέροντα, στενοχωριέμαι, όταν οι άλλοι δεν έχουν καλή γνώμη για μένα.
– Καλά πού μου το είπες! Από σήμερα θα κάνω ευχή οι άλλοι να μην έχουν ποτέ καλή γνώμη για σένα, γιατί αυτό σε συμφέρει, καλό μου παιδί. Οικονομάει ό Θεός να μας αδικήσουν οι άνθρωποι ή να μας πουν καμιά κουβέντα, για να εξοφλήσουμε μερικές αμαρτίες μας ή για να αποταμιεύσουμε κάτι στην άλλη ζωή. Δεν μπορώ να καταλάβω, πώς την θέλετε εσείς την πνευματική ζωή; Δεν έχετε καταλάβει ακόμη το πνευματικό σας συμφέρον και θέλετε εξόφληση εδώ. για τον Ουρανό δεν αφήνετε τίποτε. Πώς τα παίρνεις έτσι τα πράγματα; Τί διαβάζεις; Εύεργετινό31 διαβάζεις; Εκεί δεν σου λέει τί πρέπει να κάνης; Ευαγγέλιο διαβάζεις; Να διαβάζεις κάθε μέρα.
– Γέροντα, όταν κάνω ένα καλό, λυπάμαι, αν δεν το αναγνωρίσουν οι άλλοι.
– Καλά, εσύ τί θέλεις, αναγνώριση από τον Χριστό ή από τους ανθρώπους; Πιο πολύ όφελος δεν έχεις από την αναγνώριση του Χριστού; Σε τί σε βοηθάει να σε προσέχουν οι άνθρωποι; Αν τώρα σου αναγνωρίζουν το καλό πού κάνεις, στην άλλη ζωή θα ακούσης: Απέλαβες συ τα αγαθά σου.. Πρέπει να χαιρόμαστε, όταν δεν αναγνωρίζουν οι άλλοι τους κόπους μας και δεν μάς ανταμείβουν, γιατί αυτούς τους κόπους τους λαμβάνει ύπ’ όψιν ό Θεός και θα μάς ανταμείψει με πληρωμή αιώνια. Αφού υπάρχει θεία ανταπόδοση, να κοιτάξουμε να βάλουμε καμιά δραχμή στο Ταμιευτήριο του Θεού. Πρέπει να δεχόμαστε την αδικία σαν μεγάλη ευλογία, γιατί αποταμιεύουμε από αυτήν ουράνια ευλογία.
– Όταν, Γέροντα, δέχεται κανείς την αδικία, όχι γιατί σκέφτεται την μέλλουσα Κρίση, αλλά γιατί αυτό το θεωρεί καλό, είναι σωστό;
– Έ, και αυτό εκεί δεν καταλήγει; Μόνο να προσέξει να μην το κάνη, για να γίνει απλώς καλός άνθρωπος, γιατί έτσι κάνουν οι Ευρωπαίοι. Να σκέφτεται πώς είναι εικόνα Θεού και πρέπει να μοιάσει στον Πλάστη του. Αν υπάρχει αυτό το κίνητρο, βαδίζει σωστά. Διαφορετικά κινδυνεύει να πέσει στον ανθρωπισμό των Ευρωπαίων.
Ή άγια υποκρισία
-Γέροντα, πόσοι είναι οι αναχωρητές στο Άγιον Όρος;
– Δεν ξέρω. λένε ότι είναι επτά. Έδώ και μερικά χρόνια είναι πολύ δύσκολο να βρει κανείς τόπο ήσυχο, για να ασκητέψει. Γι’ αυτό μερικοί Πατέρες, όταν υπήρχαν ακόμη ιδιόρρυθμα μοναστήρια στο Άγιον Όρος, έβρισκαν άλλον τρόπο να ζήσουν την άσκηση. Π.χ. έλεγαν: ¨δεν με αναπαύει εδώ, θα πάω σε κανένα ιδιόρρυθμο να δουλέψω, για να μαζέψω χρήματα, και οι άλλοι το πίστευαν. Πήγαιναν σε ιδιόρρυθμο, δούλευαν εκεί τρεις-τέσσερις μήνες και ύστερα ζητούσαν μεγάλη αύξηση. Επειδή δεν τους την έδιναν, έλεγαν: ¨Δεν με συμφέρει. θα φύγω. Έπαιρναν λίγο παξιμάδι και πήγαιναν, κρύβονταν σε καμιά σπηλιά και ασκήτευαν. Οι άλλοι είχαν την εντύπωση ότι πήγαν και δουλεύουν άλλου. Και αν ρωτούσαν στο μοναστήρι: ¨τί γίνεται, πέρασε εκείνος ό Πατέρας;, έλεγαν: ¨Ναι, πέρασε, άλλα τί ιδιότροπος πού ήταν! Ήθελε να μαζέψει από δω χρήματα. Ζητούσε αύξηση. Καλόγερος, και να ζητά αύξηση! Τί καλόγερος είναι αυτός;. Όποτε, ωφελείτο ό αναχωρητής και από την άσκηση πού έκανε και από τις κατηγορίες των άλλων, ωφελείτο και από τους κλέφτες. Γιατί μάθαιναν οι κλέφτες ότι ό τάδε έχει χρήματα και πήγαιναν στην σπηλιά, τον ταλαιπωρούσαν, άλλα τελικά δεν έβρισκαν τίποτε.
– Γέροντα, πώς μπορώ να μιμηθώ την αρετή μιας αδελφής, όταν κρύβεται;
– Χαμένο το’ χει να μην κρυφθεί; Οι Άγιοι έκαναν μεγαλύτερο αγώνα, για να κρύψουν την αρετή τους, παρά για να την αποκτήσουν. Ξέρετε τί έκαναν οι διά Χριστόν σαλοί; Ξέφευγαν πρώτα από την υποκρισία του κόσμου και έμπαιναν στον χώρο της ευαγγελικής αλήθειας. Αλλά και αυτό δεν τους έφθανε, γι’ αυτό προχωρούσαν στην αγία υποκρισία για την αγάπη τού Χριστού. Ύστερα δεν τους απασχολούσε ότι κι αν τους έκαναν, ότι κι αν τους έλεγαν οι άλλοι. Χρειάζεται όμως πολύ μεγάλη ταπείνωση, για να το κάνης αυτό. Ενώ ένας κοσμικός άνθρωπος, αν τού πει καμιά κουβέντα ό άλλος, θίγεται ή, αν δεν τον επαινέσει για κάτι πού κάνει, στενοχωριέται, αυτοί χαίρονταν, όταν οι άνθρωποι είχαν χαλασμένο λογισμό γι’ αυτούς.
Παλιά υπήρχαν Πατέρες πού έκαναν ακόμη και τον δαιμονισμένο, για να κρύψουν την αρετή τους και να χαλάσουν οι άλλοι τον καλό λογισμό πού είχαν γι’ αυτούς. Όταν ήμουν στην Μονή Φιλόθεου, πού ήταν τότε ιδιόρρυθμο, ήταν ένας Πατέρας πού ασκήτευε προηγουμένως στην Βίγλα. Αυτός, μόλις κατάλαβε ότι οι Πατέρες εκεί είχαν πάρει μυρωδιά την άσκηση του και την πνευματική του προκοπή, έφυγε με την ευλογία του πνευματικού του. ¨Άντε, τους είπε, βαρέθηκα να τρώω εδώ μουχλιασμένο παξιμάδι. Θα πάω σε κανένα ιδιόρρυθμο, να τρώω και κρέας, να ζήσω σαν άνθρωπος! Χαμένο το χω να μείνω εδώ;. Και ήρθε στην Μονή Φιλόθεου και έκανε τον δαιμονισμένο. Άκουσαν οι παραδελφοί του ότι δαιμονίσθηκε και έλεγε ό ένας στον άλλον: ¨Κρίμα, ο καημένος δαιμονίσθηκε. Έμ, επόμενο ήταν να δαιμονισθεί. Έφυγε από ‘δω, γιατί βαρέθηκε το μουχλιασμένο παξιμάδι, και πήγε σε ιδιόρρυθμο, για να τρώει κρέας. Αυτός τί έκανε; Παραπάνω από είκοσι πέντε χρόνια ούτε μαγείρευε ούτε κοιμόταν. Όλη την νύχτα γύριζε στους διαδρόμους με ένα φανάρι, για να μην κοιμάται. Όταν κουραζόταν, ακουμπούσε λίγο στον τοίχο και, μόλις τον έπαιρνε ό ύπνος, πετιόταν, έλεγε για λίγο ψιθυριστά την ευχή Κύριε Ίησοϋ Χριστέ…. και μετά την συνέχιζε νοερά. Καμιά φορά του ξέφευγε και ακουγόταν ή ευχή. Όταν συναντούσε κανέναν αδελφό, τού έλεγε: ¨Εύχου, εύχου να φύγει το δαιμόνιο. Έτσι όλοι τον είχαν για δαιμονισμένο. Ένα μικρό καλογέρι, δεκαπέντε χρόνων, μού είπε μια μέρα: ¨Άντε τον δαιμονισμένο!. ¨Μην το λες αυτό, τού είπα. αυτός έχει πολλή αρετή, άλλα κάνει τον δαιμονισμένο. Μετά τον είχε σε ευλάβεια. Όταν πέθανε, τον βρήκαν οι Πατέρες να κρατάει στα χέρια του ένα χαρτί στο όποιο είχε γράψει το όνομα κάθε αδελφού και δίπλα ένα παρατσούκλι, για να διώξει, και πεθαμένος ακόμη, και τον
παραμικρό καλό λογισμό πού μπορεί να είχε κάποιος γι’ αυτόν. Τελικά ευωδίασε. Βλέπεις, αυτός πήγε να κρυφθεί, αλλά ή Χάρις του Θεού τον πρόδωσε.
Γι’ αυτό δεν πρέπει να βγάζει κανείς συμπεράσματα για έναν άνθρωπο από αυτό πού φαίνεται, εάν δεν μπορεί να διακρίνει αυτό πού κρύβεται.
ΓΈΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Γ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
“ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ”
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2001
Πηγή: vimaorthodoxias.gr